κοψομεσιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.pso.meˈsça.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐ψο‐με‐σιά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]κοψομεσιάζω, αόρ.: κοψομέσιασα, παθ.φωνή: κοψομεσιάζομαι, π.αόρ.: κοψομεσιάστηκα, μτχ.π.π.: κοψομεσιασμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κοψομέσιασμα
- κοψομεσιασμένος
- → δείτε τις λέξεις κόβω και μέση
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοψομεσιάζω | κοψομέσιαζα | θα κοψομεσιάζω | να κοψομεσιάζω | κοψομεσιάζοντας | |
β' ενικ. | κοψομεσιάζεις | κοψομέσιαζες | θα κοψομεσιάζεις | να κοψομεσιάζεις | κοψομέσιαζε | |
γ' ενικ. | κοψομεσιάζει | κοψομέσιαζε | θα κοψομεσιάζει | να κοψομεσιάζει | ||
α' πληθ. | κοψομεσιάζουμε | κοψομεσιάζαμε | θα κοψομεσιάζουμε | να κοψομεσιάζουμε | ||
β' πληθ. | κοψομεσιάζετε | κοψομεσιάζατε | θα κοψομεσιάζετε | να κοψομεσιάζετε | κοψομεσιάζετε | |
γ' πληθ. | κοψομεσιάζουν(ε) | κοψομέσιαζαν κοψομεσιάζαν(ε) |
θα κοψομεσιάζουν(ε) | να κοψομεσιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοψομέσιασα | θα κοψομεσιάσω | να κοψομεσιάσω | κοψομεσιάσει | ||
β' ενικ. | κοψομέσιασες | θα κοψομεσιάσεις | να κοψομεσιάσεις | κοψομέσιασε | ||
γ' ενικ. | κοψομέσιασε | θα κοψομεσιάσει | να κοψομεσιάσει | |||
α' πληθ. | κοψομεσιάσαμε | θα κοψομεσιάσουμε | να κοψομεσιάσουμε | |||
β' πληθ. | κοψομεσιάσατε | θα κοψομεσιάσετε | να κοψομεσιάσετε | κοψομεσιάστε | ||
γ' πληθ. | κοψομέσιασαν κοψομεσιάσαν(ε) |
θα κοψομεσιάσουν(ε) | να κοψομεσιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοψομεσιάσει | είχα κοψομεσιάσει | θα έχω κοψομεσιάσει | να έχω κοψομεσιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοψομεσιάσει | είχες κοψομεσιάσει | θα έχεις κοψομεσιάσει | να έχεις κοψομεσιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοψομεσιάσει | είχε κοψομεσιάσει | θα έχει κοψομεσιάσει | να έχει κοψομεσιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοψομεσιάσει | είχαμε κοψομεσιάσει | θα έχουμε κοψομεσιάσει | να έχουμε κοψομεσιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοψομεσιάσει | είχατε κοψομεσιάσει | θα έχετε κοψομεσιάσει | να έχετε κοψομεσιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοψομεσιάσει | είχαν κοψομεσιάσει | θα έχουν κοψομεσιάσει | να έχουν κοψομεσιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοψομεσιάζομαι | κοψομεσιαζόμουν(α) | θα κοψομεσιάζομαι | να κοψομεσιάζομαι | ||
β' ενικ. | κοψομεσιάζεσαι | κοψομεσιαζόσουν(α) | θα κοψομεσιάζεσαι | να κοψομεσιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | κοψομεσιάζεται | κοψομεσιαζόταν(ε) | θα κοψομεσιάζεται | να κοψομεσιάζεται | ||
α' πληθ. | κοψομεσιαζόμαστε | κοψομεσιαζόμαστε κοψομεσιαζόμασταν |
θα κοψομεσιαζόμαστε | να κοψομεσιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | κοψομεσιάζεστε | κοψομεσιαζόσαστε κοψομεσιαζόσασταν |
θα κοψομεσιάζεστε | να κοψομεσιάζεστε | (κοψομεσιάζεστε) | |
γ' πληθ. | κοψομεσιάζονται | κοψομεσιάζονταν κοψομεσιαζόντουσαν |
θα κοψομεσιάζονται | να κοψομεσιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοψομεσιάστηκα | θα κοψομεσιαστώ | να κοψομεσιαστώ | κοψομεσιαστεί | ||
β' ενικ. | κοψομεσιάστηκες | θα κοψομεσιαστείς | να κοψομεσιαστείς | κοψομεσιάσου | ||
γ' ενικ. | κοψομεσιάστηκε | θα κοψομεσιαστεί | να κοψομεσιαστεί | |||
α' πληθ. | κοψομεσιαστήκαμε | θα κοψομεσιαστούμε | να κοψομεσιαστούμε | |||
β' πληθ. | κοψομεσιαστήκατε | θα κοψομεσιαστείτε | να κοψομεσιαστείτε | κοψομεσιαστείτε | ||
γ' πληθ. | κοψομεσιάστηκαν κοψομεσιαστήκαν(ε) |
θα κοψομεσιαστούν(ε) | να κοψομεσιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κοψομεσιαστεί | είχα κοψομεσιαστεί | θα έχω κοψομεσιαστεί | να έχω κοψομεσιαστεί | κοψομεσιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις κοψομεσιαστεί | είχες κοψομεσιαστεί | θα έχεις κοψομεσιαστεί | να έχεις κοψομεσιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει κοψομεσιαστεί | είχε κοψομεσιαστεί | θα έχει κοψομεσιαστεί | να έχει κοψομεσιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κοψομεσιαστεί | είχαμε κοψομεσιαστεί | θα έχουμε κοψομεσιαστεί | να έχουμε κοψομεσιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε κοψομεσιαστεί | είχατε κοψομεσιαστεί | θα έχετε κοψομεσιαστεί | να έχετε κοψομεσιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κοψομεσιαστεί | είχαν κοψομεσιαστεί | θα έχουν κοψομεσιαστεί | να έχουν κοψομεσιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι κοψομεσιασμένος - είμαστε, είστε, είναι κοψομεσιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν κοψομεσιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν κοψομεσιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι κοψομεσιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι κοψομεσιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι κοψομεσιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι κοψομεσιασμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κοψομεσιάζω
|