κοψομεσιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κοψομεσιάζω < κοψο- + μέσ(η) + -ιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ko.pso.meˈsça.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ψο‐με‐σιά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

κοψομεσιάζω, αόρ.: κοψομέσιασα, παθ.φωνή: κοψομεσιάζομαι, π.αόρ.: κοψομεσιάστηκα, μτχ.π.π.: κοψομεσιασμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]