κρεμμυδίλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεμμυδίλα οι κρεμμυδίλες
      γενική της κρεμμυδίλας
    αιτιατική την κρεμμυδίλα τις κρεμμυδίλες
     κλητική κρεμμυδίλα κρεμμυδίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρεμμυδίλα < κρεμμύδ(ι) + -ίλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɾe.miˈði.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρεμ‐μυ‐δί‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρεμμυδίλα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]