κρυσταλλοτεχνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρυσταλλοτεχνία | οι | κρυσταλλοτεχνίες |
γενική | της | κρυσταλλοτεχνίας | των | κρυσταλλοτεχνιών |
αιτιατική | την | κρυσταλλοτεχνία | τις | κρυσταλλοτεχνίες |
κλητική | κρυσταλλοτεχνία | κρυσταλλοτεχνίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρυσταλλοτεχνία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɾi.sta.lo.teˈxni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρυ‐σταλ‐λο‐τε‐χνί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρυσταλλοτεχνία θηλυκό
- η τέχνη της κατεργασίας ή της τεχνητής δημιουργίας κρυστάλλων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κρυσταλλοτεχνία
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)