κρωβύλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κρωβύλη | αἱ | κρωβύλαι | ||||
γενική | τῆς | κρωβύλης | τῶν | κρωβυλῶν | ||||
δοτική | τῇ | κρωβύλῃ | ταῖς | κρωβύλαις | ||||
αιτιατική | τὴν | κρωβύλην | τὰς | κρωβύλᾱς | ||||
κλητική ὦ! | κρωβύλη | κρωβύλαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρωβύλᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | κρωβύλαιν | ||||||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κρωβύλη < κρωβύλ(ος) + -η. προελληνική ς προέλευσης, όπως δείχνει η κατάληξη -υλ στο θέμα της λέξης[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κρωβύλη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- δίχτυ για τα μαλλιά
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ s.v.- κρωβύλος σελ. 787-788 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- κρωβύλη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)