κυματογεννήτρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυματογεννήτρια οι κυματογεννήτριες
      γενική της κυματογεννήτριας των κυματογεννητριών
    αιτιατική την κυματογεννήτρια τις κυματογεννήτριες
     κλητική κυματογεννήτρια κυματογεννήτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κυματογεννήτρια < κύματ(ος) + -ο- + γεννήτρια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κυματογεννήτρια θηλυκό

  • γεννήτρια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την κινητική ενέργεια παφλασμού των κυμάτων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]