κυματοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κυματοσκόπιο | τα | κυματοσκόπια |
γενική | του | κυματοσκόπιου & κυματοσκοπίου |
των | κυματοσκόπιων & κυματοσκοπίων |
αιτιατική | το | κυματοσκόπιο | τα | κυματοσκόπια |
κλητική | κυματοσκόπιο | κυματοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυματοσκόπιο ουδέτερο
- (παρωχημένο) το κυματόμετρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυματοσκόπιο
|