κυτταρῖτις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κυτταρῖτις | αἱ | κυτταρίτιδες | ||||
γενική | τῆς | κυτταρίτιδος | τῶν | κυτταριτίδων | ||||
δοτική | τῇ | κυτταρίτιδι | ταῖς | κυτταρίτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | κυτταρῖτιν | τὰς | κυτταρίτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | κυτταρῖτι | κυτταρίτιδες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυτταρῖτις θηλυκό