κωλάντερο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωλάντερο < κωλ- + άντερο. Δείτε και το μεσαιωνικό μεσαιωνική ελληνική κωλόντερον και κωλέντερον (είδος λουκάνικου).
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /koˈlan.de.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐λά‐ντε‐ρο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωλάντερο ουδέτερο
- (προφορικό, λαϊκότροπο, ανθρώπινο σώμα) το τελευταίο μέρος του παχέος εντέρου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
έντερο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κωλάντερο
|
Πηγές
[επεξεργασία]- κωλάντερο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κωλάντερο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα κωλ- (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)