κωλοχανείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | κωλοχανείο | κωλοχανεία |
γενική | κωλοχανείου | κωλοχανείων |
αιτιατική | κωλοχανείο | κωλοχανεία |
κλητική | κωλοχανείο | κωλοχανεία |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κωλοχανείο ουδέτερο
- ένας χώρος που είναι εντελώς ανοργάνωτος ή έχει την μηδαμινή οργάνωση ενός οίκου ανοχής
- Το γραφείο όπου δουλεύω είναι τελείως κωλοχανείο. Παντού υπάρχει ανοργανωσιά.