κωλο-
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωλο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κωλο-. Συγχρονικά αναλύεται σε κώλ(ος) + -ο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]κωλο-, κωλό- ή κωλ-
- πρώτο συνθετικό
- λέξεων που σχετίζονται με τον κώλο
- με υποτιμητική ή/και υβριστική σημασία
- που δηλώνει τη δυσαρέσκεια του ομιλητή γι' αυτό που δηλώνει το δεύτερο συνθετικό
- (σπάνιο) για θετικό χαρακτηρισμό
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- Σε ονόματα ή τοπωνύμια, συχνά με αιδήμονα γραφή κολο-, για αποφυγή του συνειρμού με το κώλος.
- ⮡ Κολοκοτρώνης (Κωλοκοτρόνης), Κολοπετινίτσα (Κωλοπετεινίτσα)
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κωλο-
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωλο- < κῶλ(ος) (πρωκτός) + -ο- < ελληνιστική κοινή κῶλος < αρχαία ελληνικά κῶλον (μέλος, τμήμα σώματος)
Πρόθημα
[επεξεργασία]κωλο-, κωλό- ή κωλ-
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κωλο- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κωλό- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα κωλ- στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Πρόθημα
[επεξεργασία]κωλο- ή κωλό- και κωλ-
- πρώτο συνθετικό που αναφέρεται σε τμήματα ή μέρη
- του σώματος
- κωλοπλάστης (που κατασκευάζει τεχνητά μέλη)
- κωλόβαθρον (ξυλοπόδαρο), κωλοβαθριστής
- κωλοτομέω
- κωλακρέτης / κωλαγρέτης (αξιωματούχος που συλλέγει κομμάτια για θυσίες)
- ποιητικών μέτρων, των κώλων
- του σώματος
Συγγενικά
[επεξεργασία]για το θέμα κολ-
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα κωλο- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις κωλο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]διαφορετικής ετυμολογίας:
- κωλύω, κωλυσ-
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «κώλον», «κώλος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Προθήματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)