κώδικας Q
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κώδικας Q | οι | κώδικες Q |
γενική | του | κώδικα Q | των | κωδίκων Q |
αιτιατική | τον | κώδικα Q | τους | κώδικες Q |
κλητική | κώδικα Q | κώδικες Q | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κώδικας Q < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Q code → δείτε τις λέξεις κώδικας και Q
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κώδικας Q αρσενικό
- (ραδιοεπικοινωνίες) κώδικας που χρησιμοποιείται ως συντομογραφία για κοινά μηνύματα, τα οποία αποτελούνται από ακολουθίες που ξεκινούν με το γράμμα Q
- (ραδιοεπικοινωνίες) ειδικός κώδικας από το προαναφερθέν σύνολο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- κώδικας Q στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση αρσενικών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)