Μετάβαση στο περιεχόμενο

λάμια

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάμια οι λάμιες
      γενική της λάμιας
    αιτιατική τη λάμια τις λάμιες
     κλητική λάμια λάμιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λάμια < αρχαία ελληνική λάμια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λάμια θηλυκό

  1. (μυθολογία) τέρας που έπλασε η λαϊκή φαντασία με μορφή γυναίκας
    πρόσεχε γιατί θα σε φάει η λάμια
  2. (μεταφορικά) πολύ κακιά γυναίκα
      Ακόμη κι αν της άρεσε, έπρεπε να το στραγγαλίσει το αίσθημα και να πάρει τα πόδια της να τσακιστεί η λάμια. Η αντροχωρίστρα. Τον άντρα της αδελφής της , το πουταναριό. Θυμωμένη, έξαλλη σαν σκύλα, μπήκε στην κουζίνα και την πλάκωσε στο ξύλο. Η άλλη μαζεμένη το δεχόταν, γιατί ήξερε πως ήταν δίκαιο (Ευγενία Φακίνου, Τυφλόμυγα, εκδ. Καστανιώτη, 2000)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]