λαγόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαγόνα | οι | λαγόνες |
γενική | της | λαγόνας | των | λαγονών |
αιτιατική | τη | λαγόνα | τις | λαγόνες |
κλητική | λαγόνα | λαγόνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λαγόνα < αρχαία ελληνική λαγών από την αιτιατική: λαγόνα[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαγόνα θηλυκό και λαγόνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαγόνα
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ λαγόνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
λαγόνα θηλυκό