Μετάβαση στο περιεχόμενο

λαθραία

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαθραία < λαθραίος +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

λαθραία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα λαθραία
      γενική των λαθραίων
    αιτιατική τα λαθραία
     κλητική λαθραία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λαθραία < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λαθραίος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

λαθραία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]