λαοπλάνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λαοπλάνος αρσενικό
- κάποιος (συνήθως πολιτικός) που έχει την ικανότητα να γοητεύει και να παραπλανά το λαό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λαοπλάνος
|