λειοτριβώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λειοτριβῶ, λιοτρίβι, λιοτριβειό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λειοτριβώ < ελληνιστική κοινή λειοτριβῶ < ελληνιστική κοινή λειοτριβέω / λειοτριβῶ < αρχαία ελληνική λεῖος + τρίβω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /li.o.tɾiˈvo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λει‐ο‐τρι‐βώ

Ρήμα[επεξεργασία]

λειοτριβώ, αόρ.: λειοτρίβησα, παθ.φωνή: λειοτριβούμαι, π.αόρ.: λειοτριβήθηκα, μτχ.π.π.: λειοτριβημένος [1]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις λείος και τρίβω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)