λεμοντσέλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεμοντσέλο < → δείτε τη λέξη λιμοντσέλο• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /le.monˈt͡se.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐μον‐τσέ‐λο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεμοντσέλο ουδέτερο
- (ποτό) άλλη μορφή του λιμοντσέλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεμοντσέλο
→ δείτε τη λέξη λιμοντσέλο |
Πηγές[επεξεργασία]
- λιμοντσέλο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)