λεπτουργική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεπτουργική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου λεπτουργικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεπτουργική θηλυκό
- η τέχνη του λεπτουργού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεπτουργική
|