λεπτόκαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεπτόκαρο < (ελληνιστική κοινή) λεπτοκάρυον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεπτόκαρο ουδέτερο ή λεφτόκαρο ή λεφτοκάρυ
- το φουντούκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεπτόκαρο
→ δείτε τη λέξη φουντούκι |