λησμονοβότανο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λησμονοβότανο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.zmo.noˈvo.ta.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λη‐σμο‐νο‐βό‐τα‐νο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λησμονοβότανο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λησμονοβότανο
|