λιγδοτάμπαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /li.ɣðoˈta.ba.ɾo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιγδοτάμπαρο ουδέτερο
- (κυριολεκτικά) (παρωχημένο) ένα λιγδιασμένο ταμπάρο, παλτό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- λιγδοτάμπαρος
- → δείτε τις λέξεις λίγδα και ταμπάρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λιγδοτάμπαρο
|