λιοκούκουτσο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λιοκούκουτσο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) το κουκούτσι του ελαιόκαρπου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- λιοκούκουτσο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας