λισγάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λισγάρι | τα | λισγάρια |
γενική | του | λισγαριού | των | λισγαριών |
αιτιατική | το | λισγάρι | τα | λισγάρια |
κλητική | λισγάρι | λισγάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λισγάρι < (ελληνιστική κοινή) λισγάριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λισγάρι ουδέτερο
- (εργαλείο, ιδιωματικό) είδος φτυαριού ή γενικότερα γεωργικού σκαπτικού εργαλείου, με μία ή τρεις κοφτερές μυτερές απολήξεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λισγάρι
|