λοβιτουρατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lo.vi.tu.ɾaˈd͡zis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λοβιτουρατζής αρσενικό
- αυτός που κάνει λοβιτούρες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λοβιτούρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λοβιτουρατζής
|