μακρηγορητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
μακρηγορητής < συγκερασμός των: μακρηγορώ + αγορητής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μακρηγορητής αρσενικό (μακρηγορήτρια θηλυκό)
- αγορητής που μακρηγορεί