μακρινάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μακρινάρι | τα | μακρινάρια |
γενική | του | μακριναριού | των | μακριναριών |
αιτιατική | το | μακρινάρι | τα | μακρινάρια |
κλητική | μακρινάρι | μακρινάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακρινάρι < από το αμάρτυρο μεσαιωνικό *μακρυνάρι[1] ή *μακρινάρι < ουδέτερο του αμάρτυρου μεσαιωνικού *μακρινάριος[2] < μεσαιωνικό μακρινός[3] < (ελληνιστική κοινή) μακρύνω + -άρι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακρινάρι ουδέτερο (παρωχημένη γραφή: μακρυνάρι)
- αντικείμενο με μεγάλο μήκος σε σχέση με το πλάτος του
- κείμενο ή προφορικός λόγος με μεγάλη έκταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακρινάρι
|
- ↑ μακρινάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)