μαναβέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαναβέλα οι μαναβέλες
      γενική της μαναβέλας
    αιτιατική τη μαναβέλα τις μαναβέλες
     κλητική μαναβέλα μαναβέλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαναβέλα < μανιβέλα με τροπή [i] > [a] [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ma.naˈve.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μα‐να‐βέ‐λα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαναβέλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]