μανουβράρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανουβράρισμα τα μανουβραρίσματα
      γενική του μανουβραρίσματος των μανουβραρισμάτων
    αιτιατική το μανουβράρισμα τα μανουβραρίσματα
     κλητική μανουβράρισμα μανουβραρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανουβράρισμα < μανουβράρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανουβράρισμα ουδέτερο (γεν.: του μανουβραρίσματος)

  1. το αποτέλεσμα του μανουβράρω, η ενέργεια του μανουβράρω, οι ελιγμοί που κάνει κάποιος οδηγώντας ένα όχημα (τρένο, φορτηγό, πλοίο ή και ΙΧ), η μανούβρα
  2. επαναληπτική κίνηση μπρος - πίσω, δεξιά - αριστερά.
  3. οι ελιγμοί στη συμπεριφορά για να αποφύγει κάποιος μια δυσάρεστη εξέλιξη ή για να πετύχει το στόχο του

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]