μαρμάρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαρμάρωμα < μαρμαρώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαρμάρωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του ρήματος μαρμαρώνω, η κατάσταση στην οποία κάποιος γίνεται σαν άγαλμα, σαν από μάρμαρο
- Στο παραμύθι στοιχεία παράδοξα (το μαρμάρωμα, το μαγικό φιλί) έχουν μια δική τους ψυχολογική ερμηνεία
- Το μαρμάρωμα των ημίαιμων στο Χάρι Πότερ
- (οικοδομική) το τελευταίο χέρι του σοβατζή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μαρμάρωμα
|