μαυροντύνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μαυροντύνω < μαυρο- + ντύνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.vɾoˈdi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μαυ‐ρο‐ντύ‐νω

μαυροντύνω, αόρ.: μαυροέντυσα/μαυρόντυσα, παθ.φωνή: μαυροντύνομαι, π.αόρ.: μαυροντύθηκα, μτχ.π.π.: μαυροντυμένος

  • φοράω μαύρα ως πένθος, πενθώ
    ※  Τι είναι αυτό το φοβερό πράμα, που λέγεται πόλεμος και που βγάζει τους ανθρώπους απ’ τα συγκαλά τους και τους μαυροντύνει και καίει τ’ ακριβά, αγαπημένα σπιτάκια, και σκοτώνει και τους ζωντανούς, και σκοτώνει και τη χαρά;
    Σωτηρίου, Διδώ (1978). Μέσα στις φλόγες. Αθήνα: Κέδρος, σελ. 109-110.
    ※  Στη Σκύρο δεν βαρυπενθούν, δεν μαυροντύνουν τα παιδιά και το σπίτι όπως συνηθίζουν στην Κύμη. Γενικά εμείς οι Σκυριανοί αψηφούμε το θάνατο.
    Λάμπρου, Αλίκη (1994), Οι Σκυριανές φορεσιές, Ναύπλιο: Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, σελ. 121
    ※  Φορούσε κράνος, δεν έπινε, ήταν προσεκτικός. Μαυροντύθηκαν οι γονείς και οι συγγενείς. Από τη μια μέρα στην άλλη, το αδιανόητο σμίλεψε τα πρόσωπα, πάγωσε τα χαρακτηριστικά. Ψίθυροι, σουρσίματα, οδύνη που δύσκολα απομονώνεται από τα δέντρα και τα φυτά του κήπου.
    Κατσουνάκη, Μαρία (30 Ιουλίου 2022), Μια ζωή ακόμη χαμένη στη λάθος στροφή, Η Καθημερινή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]