μεγαλοφιλοδοξία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλοφιλοδοξία < μεγαλοφιλόδοξος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεγαλοφιλοδοξία θηλυκό
- η ιδιότητα του μεγαλοφιλόδοξου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλοφιλοδοξία
|