μεγαλοφιλόδοξος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλοφιλόδοξος η μεγαλοφιλόδοξη το μεγαλοφιλόδοξο
      γενική του μεγαλοφιλόδοξου της μεγαλοφιλόδοξης του μεγαλοφιλόδοξου
    αιτιατική τον μεγαλοφιλόδοξο τη μεγαλοφιλόδοξη το μεγαλοφιλόδοξο
     κλητική μεγαλοφιλόδοξε μεγαλοφιλόδοξη μεγαλοφιλόδοξο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλοφιλόδοξοι οι μεγαλοφιλόδοξες τα μεγαλοφιλόδοξα
      γενική των μεγαλοφιλόδοξων των μεγαλοφιλόδοξων των μεγαλοφιλόδοξων
    αιτιατική τους μεγαλοφιλόδοξους τις μεγαλοφιλόδοξες τα μεγαλοφιλόδοξα
     κλητική μεγαλοφιλόδοξοι μεγαλοφιλόδοξες μεγαλοφιλόδοξα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλοφιλόδοξος < μεγαλο- + φιλόδοξος

Επίθετο[επεξεργασία]

μεγαλοφιλόδοξος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]