μεθεόρτια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μεθεόρτια | ||
γενική | των | μεθεόρτιων | ||
αιτιατική | τα | μεθεόρτια | ||
κλητική | μεθεόρτια | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεθεόρτια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεθεόρτιος στον πληθυντικό < μετά (μεθ-) + εορτή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεθεόρτια ουδέτερο στον πληθυντικό
- οι μέρες που ακολουθούν μια γιορτή
- τα δυσάρεστα αποτελέσματα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετά από γιορτή-εορτασμό
|