μεθεόρτια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μεθεόρτια
      γενική των μεθεόρτιων
    αιτιατική τα μεθεόρτια
     κλητική μεθεόρτια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεθεόρτια < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεθεόρτιος στον πληθυντικό < μετά (μεθ-) + εορτή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεθεόρτια ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. οι μέρες που ακολουθούν μια γιορτή
  2. τα δυσάρεστα αποτελέσματα

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]