μεταποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταποιώ < αρχαία ελληνική μεταποιέω (μετά + ποιέω)

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταποιώ

  1. επεξεργάζομαι με μηχανικές ή χημικές μεθόδους ένα προϊόν ή γενικά ένα αντικείμενο
  2. μετατρέπω ένα ρούχο, πχ το στενεύω ή το φαρδαίνω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

, πρτ.: μεταποιούσα, στ.μέλλ.: θα μεταποιήσω, αόρ.: μεταποίησα, μτχ.π.π.: μεταποιημένος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]