μεταχρωμάτιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταχρωμάτιση | οι | μεταχρωματίσεις |
γενική | της | μεταχρωμάτισης* | των | μεταχρωματίσεων |
αιτιατική | τη | μεταχρωμάτιση | τις | μεταχρωματίσεις |
κλητική | μεταχρωμάτιση | μεταχρωματίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταχρωματίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταχρωμάτιση < μεταχρωματίζω + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταχρωμάτιση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταχρωματίζω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταχρωμάτιση
|