μηλοκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηλοκαλλιέργεια < μήλο + -καλλιέργεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηλοκαλλιέργεια, θηλυκό, πληθυντικός μηλοκαλλιέργειες
- η καλλιέργεια μηλιών, άλλη μορφή του μηλεοκαλλιέργεια
- η μηλοκαλλιέρεγια μετριέται σε στρέμματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηλοκαλλιέργεια
|