μηλόκλαδο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηλόκλαδο τα μηλόκλαδα
      γενική του μηλόκλαδου των μηλόκλαδων
    αιτιατική το μηλόκλαδο τα μηλόκλαδα
     κλητική μηλόκλαδο μηλόκλαδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηλόκλαδο < μήλο + κλάδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηλόκλαδο ουδέτερο, πληθυντικός μηλόκλαδα

  1. κλάδος μηλιάς
    το μηλόκλαδο και ιδιαίτερα το διχαλωτό ανθοφόρο στην ελληνική λαογραφία έχει χαρακτήρα ερωτικού φίλτρου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]