μηνιγγίωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηνιγγίωμα τα μηνιγγιώματα
      γενική του μηνιγγιώματος των μηνιγγιωμάτων
    αιτιατική το μηνιγγίωμα τα μηνιγγιώματα
     κλητική μηνιγγίωμα μηνιγγιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηνιγγίωμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική meningioma < ελληνιστικό μηνίγγι(ον) + -ωμα [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηνιγγίωμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. s.v. «μήνιγγα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.