μητροκτησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μητροκτησία θηλυκό
- η ιδιοκτησία που προέκυψε από κληρονομιά από την πλευρά της μητέρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μητροκτησία
|