Μετάβαση στο περιεχόμενο

μικράτα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα μικράτα
      γενική των μικράτων
    αιτιατική τα μικράτα
     κλητική μικράτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μικράτα < μικρ(ός) + -άτα, πληθυντικός αριθμός του -άτος, κατά τα νιάτα[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μικράτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]