μικράτα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μικράτα | ||
γενική | των | μικράτων | ||
αιτιατική | τα | μικράτα | ||
κλητική | μικράτα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μικράτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- η παιδική ηλικία
- ※ Σε ζήλευα που από τα μικράτα σου ζούσες ξεκάθαρες καταστάσεις. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- ≈ συνώνυμα: παιδικάτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικράτα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μικράτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)