μικροσυμπλοκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μικροσυμπλοκή θηλυκό
- μια μικρής έκτασης ή επιπτώσεων συμπλοκή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μικροσυμπλοκή
|