μιλφάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μιλφάρα | οι | μιλφάρες |
γενική | της | μιλφάρας | — | |
αιτιατική | τη | μιλφάρα | τις | μιλφάρες |
κλητική | μιλφάρα | μιλφάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μιλφάρα < μιλφ + μεγεθυντικό επίθημα -άρα < MILF (Mother I'd Like to Fuck)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μιλφάρα θηλυκό
- (προφορικό) ιδιαίτερα επιθυμητή ώριμη γυναίκα, γυναικάρα
- ※ ας θυμηθούμε την ευρέως χρησιμοποιούμενη τα τελευταία χρόνια λέξη μιλφ (< αγγλ. milf) (και μιλφάρα), που δηλώνει την ώριμη (όχι σιτεμένη γυναίκα) που αποτελεί αντικείμενο ερωτικού πόθου. (Η γυναίκα στην ελληνική γλώσσα και λεξικογραφία, ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, 19/01/2019 [1])
- ※ Από τις πιο καυτές μιλφάρες στον κόσμο και το αποδεικνύει… Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο κούκλα γίνεται! (Fnews, 27/01/2017)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μιλφάρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -άρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)