μισθολόγιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μισθολόγιο τα μισθολόγια
      γενική του μισθολόγιου
μισθολογίου
των μισθολόγιων
μισθολογίων
    αιτιατική το μισθολόγιο τα μισθολόγια
     κλητική μισθολόγιο μισθολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μισθολόγιο < μισθ(ος) + -ο- + -λόγιο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μισθολόγιο ουδέτερο

  • κατάλογος / πίνακας καθορισμού του μισθού υπαλλήλων με βάση ορισμένα κριτήρια
    Υπολογισμός αμοιβών και εισφορών με βάση το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. ([1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]