μολυβοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μολυβοθήκη θηλυκό
- δοχείο ή θήκη για μολύβια, στιλό και άλλα είδη γραφείου
- (παρωχημένο) κασετίνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μολυβοθήκη