μοναχοφάης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοναχοφάης οι μοναχοφάηδες
      γενική του μοναχοφάη των μοναχοφάηδων
    αιτιατική τον μοναχοφάη τους μοναχοφάηδες
     κλητική μοναχοφάη μοναχοφάηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μοναχοφάης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μοναχοφάης αρσενικό και μοναχοφαγάς

  • χαρακτηρισμός ανθρώπου, συνήθως ειρωνικός, που θέλει να τα τρώει όλα μόνος του, που δεν μοιράζεται τίποτε με τους άλλους

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]