μοναχοφάης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοναχοφάης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοναχοφάης αρσενικό και μοναχοφαγάς
- χαρακτηρισμός ανθρώπου, συνήθως ειρωνικός, που θέλει να τα τρώει όλα μόνος του, που δεν μοιράζεται τίποτε με τους άλλους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μοναχοφάης
|