μονοδραστηριότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μονοδραστηριότητα < μονο- + δραστηριότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μονοδραστηριότητα θηλυκό
- η ενασχόληση / απασχόληση με μία μόνο δραστηριότητα / ασχολία / επάγγελμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μονοδραστηριότητα
|