μονόφραγκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μονόφραγκο | τα | μονόφραγκα |
γενική | του | μονόφραγκου & μονοφράγκου |
των | μονόφραγκων & μονοφράγκων |
αιτιατική | το | μονόφραγκο | τα | μονόφραγκα |
κλητική | μονόφραγκο | μονόφραγκα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /moˈno.fɾaŋ.go/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐φρα‐γκο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μονόφραγκο ουδέτερο
- (παρωχημένο, νόμισμα) κέρμα του ενός φράγκου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονόφραγκο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μονο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)