μοριακός τύπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μοριακός τύπος < μοριακός + τύπος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική molecular formula ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική formule moléculaire)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
μοριακός τύπος αρσενικό
- (χημεία) τρόπος να δειχθεί με τη χρήση λατινικών γραμμάτων και αριθμών πόσα και ποια άτομα υπάρχουν σε ένα μόριο μιας χημικής ουσίας
- ↪ Το νερό έχει μοριακό τύπο H₂O.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοριακός τύπος
Κατηγορίες:
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)