μοσχοβολάδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοσχοβολάδα οι μοσχοβολάδες
      γενική της μοσχοβολάδας των μοσχοβολάδων
    αιτιατική τη μοσχοβολάδα τις μοσχοβολάδες
     κλητική μοσχοβολάδα μοσχοβολάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοσχοβολάδα < μοσχοβολ(ώ) + -άδα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mo.sxo.voˈla.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐σχο‐βο‐λά‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοσχοβολάδα θηλυκό

  • άλλη μορφή του μοσχοβολιά
    ※  Επτανησιακή μοσχοβολάδα πλημμύρισαν οι Βρυξέλλες όπου ομάδα εργασίας, αποτελούμενη από τους Περιφερειακούς Συμβούλους Ιονίων Νήσων [ονόματα], μετά από πρόσκληση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συμμετείχαν στο συνέδριο LIFE + Environment, που έγινε στις Βρυξέλλες από τις 25 μέχρι τις 26 Μαΐου.
    Άρωμα Ιονίου στις… Βρυξέλλες, Ημέρα Ζακύνθου, 1 Ιουνίου 2011

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • μοσχοβολάδα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)