μοσχολούλουδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μοσχολούλουδο ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) λουλούδι που μοσχομυρίζει
- ※ Αχ, η ξενιτιά το χαίρεται, τζιβαέρι μου, το μοσχολούλουδό μου, σιγανά και ταπεινά. (Από δημοτικό τραγούδι)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μοσχολούλουδο
|